ακινητοποιημένος

ακινητοποιημένος
-η, -ο
μετοχή παθητικού παρακειμένου τού ακινητοποιώ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάστιχο — Βλ. λ. ελαστικό· κόμμεα ή γόμες. * * * το 1. το ελαστικό κόμμι σε οποιαδήποτε κατάσταση 2. το από καουτσούκ περίζωμα ή επίσωτρο τροχών και ιδίως τών αυτοκινήτων, αλλ. ελαστικό 3. διχάλα με ταινία από ελαστικό με την οποία εκσφενδονίζονται λίθοι 4 …   Dictionary of Greek

  • στεκάμενος — και στεκούμενος, η, ο, Ν 1. αυτός που είναι ακίνητος, ακινητοποιημένος, στάσιμος («στεκάμενα νερά») 2. (κυρίως για ενήλικους) υγιής, γερός, εύρωστος («ο παππούς είναι στεκούμενος ακόμη») 3. φρ. «στα καλά στεκούμενα» στα καλά καθούμενα, ενώ όλα… …   Dictionary of Greek

  • ακινητοποιούμαι — ακινητοποιούμαι, ακινητοποιήθηκα, ακινητοποιημένος βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: ακινητοποιώ, ακινητοποιούμαι : σπάνια χρησιμοποιείται και ο τύπος ακινητώ (βλ. πίν. 73 , μόνο στον ενεστ.) με την έννοια ακινητοποιώ κάτι ή ακινητοποιούμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”